- Παλαιότουρκος
- οσυν. στον πληθ. οι Παλαιότουρκοιοι Τούρκοι που, στους κόλπους τής Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, ανήκαν στις συντηρητικές, αντιδραστικές και αντινεωτεριστικές δυνάμεις, σε αντιδιαστολή προς τους Νεοτούρκους.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.